Γράφει ο Γιώργος Τ. Χριστοφίδης, Δικηγόρος
H κρίση στον χώρο της Παιδείας έχει αναδείξει μια σειρά από ζητήματα τα οποία απασχόλησαν γενικότερα την κοινωνία. Ένα από τα θέματα που πολυσυζητήθηκε εξ’ αφορμής ήταν κατά πόσο ο εργοδότης δικαιούται να αποκόψει τον μισθό των εργοδοτούμενων-εκπαιδευτικών που ευρίσκονταν σε απεργία ή κατά ποσό οι απεργοί εκπαιδευτικοί δικαιούνται να λάβουν το μισθό τους χωρίς οποιαδήποτε αποκοπή ενόσω ευρίσκονται σε απεργιακά μέτρα.
Συνδικαλιστική Ελευθερία
Το Σύνταγμα και ειδικότερα το άρθρο 21.2 διαλαμβάνει ότι «Έκαστος έχει το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων περιλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως συντεχνιών και προσχωρήσεως εις ταύτας προς προστασίαν των ιδίων αυτού συμφερόντων. Παρά τους κατά την τρίτηνπαράγραφον του παρόντος άρθρου περιορισμούς, ουδείς εξαναγκάζεται να προσχωρήσει εις οιονδήποτε συνεταιρισμόν ή να συνεχίση να μετέχη αυτού ως μέλος.» Γίνεται επομένως δεκτό ότι κάθε άτομο έχει δικαίωμα της ελευθερίας του να συνεταιρίζεται με άλλους και περαιτέρω να συστήνει συντεχνία της επιλογής και να εντάσσεται, συμμετέχει σε συντεχνία για την προάσπιση των δικών του συμφερόντων.
Το δικαίωμα της συνδικαλιστικής ελευθερίας εκτός από θεμελιώδες δεν επιδέχεται κανενός επεμβατικού δικαιώματος από εργοδότες ή από τρίτα άτομα. Τυχόν επέμβαση σε αυτό το δικαίωμα οδηγεί σε ποινικές διατάξεις. Οι δρακόντειες συνέπειες είναι που διαμορφώνουν τέτοιες συνθήκες που να οδηγούν τους εργοδότες στο να ακούνε και να διαπραγματεύονται με τις συντεχνίες για την επιτυγχάνουν ομαλές εργασιακές συνθήκες.
Το δικαίωμα απεργίας
Το Σύνταγμα δεν περιέχει ορισμό της απεργίας παρά το γεγονός ότι το άρθρο 27 εγγυάται και διασφαλίζει το δικαίωμα αυτό της απεργίας ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Χρησιμοποιείται η έννοια που έχει γίνει δεκτή από τα δικαστήρια και που παραπέμπει στην συλλογική στάση απεργίας όσων απασχολούνται για θέματα που προκύπτουν από τους όρους και τις συνθήκες της εργοδότησης τους. Είναι πολύ καθοριστικό επίσης το γεγονός ότι μια εργατική διαφορά η οποία οδηγείται σε απεργία είτε εντός ή εκτός του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων, συνήθως δεν επιλύεται στις αίθουσες των Δικαστηρίων παρά μάλλον μετά από εξαντλητικές, επίπονες και έντονα αντιπαραθετικές διαπραγματεύσεις. Για τον εργοδότη δε, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το Κράτος, οι διαδικασίες αυτές κατά κανόνα προκαλούν παραιτήσεις αλλά και «φθορές».
Η κρίση στην Παιδεία στην Κύπρο έχει οδηγήσει τις «αντίπαλες» πλευρές σε συζητήσεις οι οποίες όμως, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα, δεν έχουν επιφέρει οριστικά αποτελέσματα. Αντίθετα έχουν αφήσει άλυτα θέματα τα οποία οδήγησαν την πλευρά των εργοδοτουμένων σε διήμερη απεργία.
Αποκοπή μισθών
Η απεργία των εκπαιδευτικών του δημόσιου τομέα έχει προκαλέσει το ερώτημα: Δύναται να αποκόπτει ή υποχρεούται να πληρώνει ο εργοδότης μισθούς για όση περίοδο οι Εργοδοτούμενοιαπεργούν. Η δημοσιότητα δε έχει αναδείξει ότι η εργοδοτική πλευρά προετοίμαζε σχεδιασμούς για ολική σύγκρουση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο σε υπόθεση που τέθηκε ενώπιον του το 1995[1] ανέφερε ότι «η νομολογία η οποία ακολουθείται σχετικά με τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων αναφέρει πως οι υπάλληλοι δεν δικαιούνται σε πληρωμή μισθού για όση περίοδο δεν εξεπλήρωσαν τα καθήκοντα τους, ούτε εδικαιούντο σε οποιαδήποτε αναρρωτική άδεια ή άδεια διακοπών. Ο μισθός υπαλλήλου θεωρείται το αντάλλαγμα παρασχεθείσης από αυτόν εργασίας και επομένως υπάλληλος ο οποίος δεν προσφέρει εργασία δεν δικαιούται σε πληρωμή μισθού.» Είναι επίσης γεγονός ότι η προσέγγιση σε επίπεδο Διεθνούς Γραφείου Εργασίας έχει αλλάξει και γενικά το θέμα επαφίεται ακριβώς στα μέρη της διαφοράς να καθορίσουν τον σκοπό και το εύρος των θεμάτων διαπραγμάτευσης.
Ο εκσυγχρονισμός των κοινωνικών συνθηκών αλλά και του δικαίου συνακόλουθα διαμορφώνει την αλλαγή στη νομολογημένη θέση ή άποψη. Και τούτο γιατί στην Κυπριακή Έννομη Τάξη έχει πλέον ψηφιστεί και εφαρμόζεται ο νόμος περί της προστασίας του Μισθού[2]. Στο εν λόγω νομοθέτημα και στην ερμηνεία του Εργοδότη περιλαμβάνεται και η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του νόμου επιτρέπονται αποκοπές ποσών από το μισθό, παρά μόνο:
(α) αποκοπές που προνοεί νόμος ή κανονισμός·
(β) αποκοπές σύμφωνα με κανονισμούς ταμείων σύνταξης, ταμείων προνοίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης·
(γ) αποκοπές δυνάμει δικαστικής απόφασης˙
(δ) αποκοπές για αποζημίωση λόγω ζημιάς που υπέστη η επιχείρηση και που προκλήθηκε σκόπιμα ή ένεκα βαριάς αμέλειας του εργοδοτούμενου· και
(ε) άλλες αποκοπές, μετά από συγκατάθεση του εργοδοτούμενου.
Οι συγκεκριμένες διατάξεις εξειδικεύουν (lexspecialis) τις περιπτώσεις αυτές αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο τις περιπτώσεις όπου οι εργοδοτούμενοι ευρίσκονται σε απεργία. Το ίδιο το νομοθέτημα για να υποχρέωση την εφαρμογή του έχει ποινικοποίηση την παραβίαση επιβάλλοντας προς τούτο σοβαρές ποινές μεταξύ άλλων φυλάκιση στον ίδιο τον εργοδότη.
Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Το αν αποτελεί λοιπόν δικαίωμα ή υποχρέωση η αποκοπή μισθού θα το αποφασίζουν interaliaκαι τα ποινικά Δικαστήρια. Τα δεδομένο είναι πως τα δικαιώματα θεμελιώνονται, διευρύνονται και κωδικοποιούνται για διασφαλίζουν ergaomnesτην εφαρμογή τους. Η πολυσυζητημένη κρίση αναμένεται να επαναπροσανατολίσει τη διατυπωμένη επιλογή του Κύπριου νομοθέτη να στηρίξει το θεσμό της απεργίας και να προστατεύσει τον μισθό.
* Γιώργος Τ. Χριστοφίδης , Δικηγόρος – Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό Πανεπιστημίου Frederick
[1]ΤσίγκηVΔημοκρατίας , (1995) 4 ΑΑΔ 173.
[2]Περί Προστασίας Μισθού Νόμου 35(Ι)/2007