Uncategorized

Η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών

Η ιστορική καταγωγή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα και εντοπίζεται στα έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αναφορικά με την συγκρότηση της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους και ιδιαίτερα την αθηναϊκή πολιτεία και το πολίτευμα της Σπάρτης. Πρώτος ο Αριστοτέλης  διέκρινε την ανάγκη της ύπαρξης  μιας ορθά οργανωμένης και κατανεμημένης κρατικής εξουσίας. Ο Αριστοτέλης αναζητώντας την πραγμάτωση αυτή προέβη στη διάκριση τριών ομάδων κρατικών οργάνων στο βουλευόμενο, στο περί αρχάς και στο δικάζον στις οποίες κατέταξε τις υποθέσεις της πόλης.[1]

Η σύγχρονη αρχή της διάκρισης των εξουσιών εντοπίζεται στις φιλελεύθερες θεωρίες του John Locke και του Charls de Montesquieu. Πιο συγκεκριμένα ο Locke προέβη στη διάκριση της νομοθετικής εξουσίας που εξέλεξε και διόρισε το κοινό, η οποία αποτελεί την ύπατη εξουσία της πολιτικής κοινότητας,  την εξουσία εκτέλεσης των νόμων και την αρμοδιότητα για τις εξωτερικές σχέσεις της κοινότητας ή διαφορετικά την ομοσπονδιακή εξουσία.

Βασικός θεωρητικός εκφραστής της διάκρισης των εξουσιών είναι ο Montesquieu ο οποίος καθιερώθηκε ως ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης και ως κορυφαία μορφή του διαφωτισμού. Επηρεασμένος βαθιά από τη διαμονή του στην Αγγλία και την επαφή του με τους αγγλικούς θεσμούς δημιούργησε μια τριπλή τυπολογία πολιτικών καθεστώτων. Το δεσποτισμό, τη μοναρχία και τη δημοκρατία.[2]

Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι μέσα σε κάθε κράτος υπάρχουν τρία είδη εξουσιών η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική, υποστηρίζει ότι σ΄ αυτή τη διάκριση των εξουσιών πρέπει ν’ αντιστοιχεί η διάκριση και των κρατικών οργάνων, προκειμένου η μια εξουσία να αναχαιτίζει την άλλη με τρόπο ώστε να κατοχυρώνεται η πολιτική ελευθερία. Ειδικότερα κατά τον Montesquieu η νομοθετική εξουσία πρέπει να μοιράζεται ανάμεσα σ’ ένα συλλογικό αντιπροσωπευτικό σώμα το οποίο θα εκλέγεται από το λαό και σ’ ένα κληρονομικό σώμα ευγενών. Η εκτελεστική εξουσία πρέπει να ανατίθεται σ’ ένα μονάρχη και να συνοδεύεται από το δικαίωμα νομοθετικής αρνησικυρίας και η δικαστική σε πρόσωπα εκλεγόμενα από τον λαό με την προϋπόθεση οι δικαστές να ανήκουν στην ίδια κοινωνική μερίδα με τον κατηγορούμενο. Διαπιστώνει δε ότι από τις τρεις εξουσίες η δικαστική είναι κατά κάποιο τρόπο μηδαμινή, αφού οι δικαστές απαγγέλουν απλά αποφάσεις του νόμου και δεν μπορούν να μετριάσουν ούτε τη δύναμη, ούτε την αυστηρότητα του νόμου[3].

Η διάκριση των εξουσιών κατά τον Montesquieu δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, αλλά είναι συνυφασμένη με διάφορες αποκλίσεις και διασταυρώσεις. Η εκτελεστική εξουσία, που κατά τον Montesquieu ενσαρκώνεται στο Βασιλιά, διαθέτει δικαίωμα αρνησικυρίας ως προς τις αποφάσεις της νομοθετικής εξουσίας. Η νομοθετική εξουσία ως ένα βαθμό έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει την εφαρμογή των νόμων που ψηφίζει ενώ ασκεί σοβαρή επιρροή στην άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.[4]

Η διδασκαλία του Montesquieu αποτέλεσε την κύρια βάση του αμερικανικού Συντάγματος του 1787 και του Γαλλικού Συντάγματος του 1791. Και στα δύο όμως αυτά πολιτεύματα, όπως παρατηρεί ο Γ. Δ. Δασκαλάκης, η θεωρία του Montesquieu παρεξηγήθηκε και παραποιήθηκε. Το Αμερικανικό Σύνταγμα καθιερώνει αυστηρή και αποκλειστική διάκριση των εξουσιών, χωρίς αλληλεξάρτηση και αλληλοεπηρεασμό. Το Γαλλικό Σύνταγμα δημιουργεί τρεις εξουσίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν αυτοτελώς από το ένα μέρος την κυρίαρχη εξουσία που τουςέχει ανατεθεί αλλά δεν έχουν καμιά νομική ή πολιτική σχέση μεταξύ τους.[5]

Η  διάκριση μεταξύ νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας αποτελεί  διακηρυγμένη αρχή περίπου όλων των συνταγματικών κειμένων από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 16 της διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 που διαλαμβάνει ότι «κάθε κοινωνία στην οποία δεν ισχύει η διάκριση των εξουσιών, δεν έχει σύνταγμα».[6]

Μια από τις χαρακτηριστικές παραλλαγές, που εντοπίζει ο Γ. Δασκαλάκης είναι του Σουηδικού Συντάγματος του 1809, το οποίο διακρίνει πέραν από την Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική Εξουσία και την Διοικητική, διάκριση η οποία εντοπίζεται και στο Σύνταγμα της Κύπρου. Η τελευταία είναι ανεξάρτητη από την Εκτελεστική και ελέγχεται με δικαστικές επιτροπές και τον επίτροπο διοικήσεως. Δεσμεύεται αμέσως από τον νόμο και δεν υπόκειται στην εκτελεστική εξουσία που ασκείται κατά το κοινοβουλευτικό σύστημα.[7]

Στην σύγχρονη μορφή της η κρατική εξουσία κατανέμεται σε διαφορετικά όργανα με ξεχωριστές σφαίρες αρμοδιοτήτων, οι οποίες ασκούνται, κατά βάση, από κρατικά όργανα που εκπληρώνουν τρεις ξεχωριστές κρατικές λειτουργίες, τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Με αυτό τον τρόπο η κρατική εξουσία εμφανίζεται αυστηρά οριοθετημένη και βρίσκεται ενταγμένη σε ένα σύστημα αρμοδιοτήτων που προσδιορίζονται και οριοθετούνται με ακρίβεια. Κανένα κρατικό όργανο δεν δικαιούται να δρα εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί και αδυνατεί να τις υπερβεί χωρίς να διακινδυνεύσει κυρώσεις.[8]

Η εξειδίκευση των κρατικών οργάνων στην εκπλήρωση προκαθορισμένων λειτουργιών, εμποδίζει, εκ του αποτελέσματος, την κρατική εξουσία από οποιαδήποτε γενική αρμοδιότητα δράσης χωρίς ωστόσο να εμποδίζει την επικοινωνία, την αλληλεξάρτηση, αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοϋποστήριξη των οργάνων της. Η διάκριση εξάλλου των εξουσιών από την διακήρυξή της, έγινε κατανοητή ως μέθοδος οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, που στηρίζεται στην ορθολογική συνεργασία και επικοινωνία των κρατικών οργάνων και όχι στον πλήρη διαχωρισμό ή στην αποξένωσή τους.[9]

Περαιτέρω η διάκριση των εξουσιών έχει δύο διαστάσεις, την ουσιαστική και την οργανική. Η ουσιαστική διάκριση σημαίνει ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις της κρατικής εξουσίας κατατάσσονται βάση του περιεχομένου τους σε τρεις διακεκριμένες ενότητες ήτοι ή νομοθετικές ή εκτελεστικές ή δικαστικές, ανεξάρτητα από τον τόπο και το χρόνο. Η οργανική διάκριση σημαίνει ότι κάθε ένα από τα είδη κρατικής δραστηριότητας ανατίθεται σε διαφορετικό όργανο ή όργανα δηλαδή η νομοθέτηση στη βουλή, η εκτέλεση νόμων στην κυβέρνηση και η απονομή της δικαιοσύνης στα δικαστήρια. Αν αντίθετα ένα και μόνο όργανο ή πρόσωπο είναι επιφορτισμένο με το σύνολο της εξουσίας, με άλλα λόγια είναι νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό ταυτόχρονα τότε έχουμε οργανική σύγχυση εξουσιών και παρόλο που η ουσιαστική διάκριση των κρατικών πράξεων εξακολουθεί να υπάρχει, απομένει να έχει μόνο θεωρητική σημασία στην περίπτωση αυτή.[10]

Όπως εντοπίστηκε πιο πάνω το Κράτος άλλοτε θεσπίζει κανόνες δικαίου, άλλοτε διοικεί και άλλοτε απονέμει δικαιοσύνη. Η θεωρητική διατύπωση της αρχής είναι σχετικά εύκολη. Πολλές φορές όμως οι λειτουργίες του Κράτους συγχέονται με αποτέλεσμα την εμφάνιση του φαινομένου της διασταύρωσης των εξουσιών. Το φαινόμενο αυτό πολλές φορές δεν εφαρμόζεται από μόνο του αλλά κατόπιν ρητής συνταγματικής πρόνοιας. Στην πράξη λοιπόν οι λειτουργίες της εξουσίας διασταυρώνονται με τρόπο ώστε το όργανο άσκησης εκτελεστικής εξουσίας να έχει νομοθετική αρμοδιότητα ή το όργανο δικαστικής εξουσίας να έχει νομοθετική αρμοδιότητα.

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η διασταύρωση εξουσιών αποτελεί ένα φαινόμενο εντελώς διαφορετικό από τη σύγχυση των οργάνων. Στην περίπτωση της διασταύρωσης των εξουσιών, το όργανο, δεν σταματά να είναι για παράδειγμα νομοθετικό απλά αναλαμβάνει κατ’ εξαίρεση και την άσκηση μιας άλλης αρμοδιότητας.

Το σύστημα διασταύρωσης των λειτουργιών πρέπει να εννοηθεί ως μια προσπάθεια του συντακτικού νομοθέτη για αμοιβαίο έλεγχο και περιορισμό των οργάνων της πολιτείας με γνώμονα τη διασφάλιση της ελευθερίας και της αποτελεσματικότητας της πολιτικής δράσης.[11]

Με το Σύνταγμα του 1960 καθιερώνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία η διάκριση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 61 του Συντάγματος, η νομοθετική εξουσία του κράτους ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αυτό δηλώνει ότι το Σύνταγμα καθιερώνει συγκεκριμένο όργανο στο οποίο αναθέτει την μία από τις τρεις κρατικές εξουσίες ήτοι τη Νομοθετική. Το νομοθετικό σώμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων. Η σύσταση και η λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων διέπεται από τα άρθρα 61 έως 85 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και από τον Κανονισμό της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η νομοθετική λειτουργία της Βουλής συνίσταται στη θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση κανόνων δικαίου καθώς και στην έγκριση δευτερογενούς νομοθεσίας που κατατίθενται στο σώμα από την εκτελεστική εξουσία. Το δικαίωμα για υποβολή προτάσεων νόμων ανήκει στους βουλευτές και το δικαίωμα κατάθεσης νομοσχεδίων στους Υπουργούς. Κάθε σχέδιο νόμου που κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, συνοδεύεται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση δηλαδή με έκθεση που επεξηγεί τους λόγους για τους οποίου επιβάλλεται η θέσπιση ή η τροποποίηση της προτεινόμενης νομοθεσίας.[12]

Τα άρθρα 46 έως 49, 54 και 58 του Συντάγματος προνοούν ότι η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, στους δύο από κοινού, στο Υπουργικό Συμβούλιο και στους Υπουργούς. Βασικό στοιχείο του προεδρικού συστήματος είναι ότι η εκτελεστική εξουσία βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια του Προέδρου της Δημοκρατίας, βοηθούμενος από τους υπουργούς της κυβέρνησης, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι μόνο έναντι του Προέδρου και δεν έχουν άλλη συνταγματική υπόσταση παρά μόνο να εκτελούν την θέληση του Προέδρου.[13]

Το Κυπριακό Σύνταγμα παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει στο Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο αρμοδιότητα σε ορισμένα θέματα εκτελεστικής φύσεως, παράλληλα δημιουργεί και το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο και καθιστά ως ανεξάρτητο συλλογικό όργανο στο οποίο παρέχει αποφασιστική αρμοδιότητα για κάθε θέμα εκτελεστικής φύσης που δεν ανατίθεται από το Σύνταγμα στον Πρόεδρο ή στον Αντιπρόεδρο.

Συγκεκριμένα το Σύνταγμα αναγνωρίζει υπέρ του Υπουργικού Συμβουλίου τεκμήριο αρμοδιότητας επί θεμάτων άσκησης εκτελεστικής εξουσίας. Επιπλέον αυτού, με το άρθρο 54 του Συντάγματος παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο και η κυβερνητική εξουσία ήτοι η εξουσία να χαράσσει τους γενικούς προσανατολισμούς και τις βασικές γραμμές της πολιτικής του κράτους.

Πιο συγκεκριμένα με το άρθρο 54 του Συντάγματος η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας ανατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, το όποιο έχει την εξουσία για τη γενική διεύθυνση και τον έλεγχο της διακυβέρνησης της Δημοκρατίας και τη διεύθυνση της γενικής πολιτικής. Στο Υπουργικό Συμβούλιο παρέχεται η εξουσία αναφορικά με τις εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα και την ασφάλεια της, τον συντονισμό και την εποπτεία όλων των δημόσιων υπηρεσιών. Περαιτέρω έχει την εποπτεία και τη διάθεση της περιουσίας της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, αλλά και την εξουσία να επεξεργάζεται νομοσχέδια πριν από την κατάθεσή τους στην Βουλή των Αντιπροσώπων από κάποιο υπουργό.

Το Σύνταγμα λοιπόν καθορίζει τα όργανα του κράτους, τα οποία έχουν το σύνολο της εκτελεστικής εξουσίας ήτοι της δεύτερης εξουσίας του κράτους.

Τέλος η δικαστική εξουσία, ανήκει και ασκείται από χωριστά όργανα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο και τα κατώτερα Δικαστήρια, τα οποία ιδρύονται με νόμο.

Όπως εύστοχα αναφέρει ο Προκόπης Παυλόπουλος, η ύπαρξη μόνον κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και την λειτουργία των κρατικών οργάνων, δεν οριοθετεί επαρκώς την έννοια του κράτους δικαίου. Και τούτο διότι εκ της φυσιογνωμίας του, το κράτος δικαίου προϋποθέτει και την ύπαρξη των κατάλληλων κυρώσεων, σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων αυτών από κάθε μορφής κρατικά όργανα. Κατά την πραγμάτωση της ουσίας του κράτους δικαίου, σπουδαιότερος κυρωτικός μηχανισμός, είναι ο μηχανισμός εκείνος που εδράζεται στην οργάνωση και λειτουργία της δικαστικής εξουσίας.[14]

Για να έχει όμως αποτελεσματικό κυρωτικό μηχανισμό η δικαστική εξουσία επιβάλλεται η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της.

Κατά τον Α. Ραϊκου, δικαστική ανεξαρτησία είναι η αυτοτέλεια και η ελευθερία των Δικαστών κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Δικαστική ανεξαρτησία, με την ευρεία έννοια σημαίνει, ότι οι δικαστές κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους είναι ανεξάρτητοι έναντι στις άλλες εξουσίες του κράτους αλλά και έναντι των διαδίκων και των μη κρατικών φορέων ή δυνάμεων. Δικαστική ανεξαρτησία υπό την ευρεία έννοια αναφέρεται στην αυτοτέλεια των δικαστών έναντι των άλλων κρατικών εξουσιών.[15]

Επιπλέον η δικαστική εξουσία διακρίνεται στην λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Η λειτουργική ανεξαρτησία εξυπακούει στον κανόνα ότι οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη μόνο σύμφωνα με το νόμο και την συνείδησή τους χωρίς να υπόκεινται σε διαταγές ή υποδείξεις άλλων κρατικών οργάνων. Η προσωπική ανεξαρτησία συνίσταται στην κατοχύρωση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών έναντι της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.[16]

Μόνο με τη δικαστική ανεξαρτησία εξασφαλίζεται η ουδετερότητα και η αμεροληψία των δικαστών. Η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας προκύπτει και από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Κατά τον Τασόπουλο, η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια χωρίς να υπάρχουν ως προς αυτήν οι δοκιμές και διαρθρωτικές διασταυρώσεις που θεσπίζονται μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.[17]

Είναι κατά συνέπεια εμφανές ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ρυθμίζει ρητά και αδιαμφισβήτητα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Θα μπορούσε να λεχθεί πως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιερώνει σχετικά αυστηρή διάκριση των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας, με σαφή διαχωρισμό της πολιτειακής λειτουργίας και αρμοδιότητας κάθε μιας από αυτές, χωρίς όμως τη δογματική ακαμψία του πλήρους διαχωρισμού τους.[18]

Διασφάλιση ότι οι τρεις κρατικές εξουσίες ασκούνται μέσα στα όρια των συνταγματικών τους αρμοδιοτήτων, παρέχει το άρθρο 179.2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής, η πράξη ή απόφαση αρχής ή οργάνου ή προσώπου στη Δημοκρατία που ασκεί εκτελεστική εξουσία ή διοικητικό λειτούργημα, είναι παραδεκτό να ληφθεί κατ’ αντίθεση ή σε ασυμφωνία με το σύνταγμα.

Περαιτέρω το άρθρο 140 του Συντάγματος καθιερώνει τη δυνατότητα προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ψηφίζει η βουλή των Αντιπροσώπων. Πρόκειται για την εξουσία που παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραπέμπει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, για έλεγχο της συνταγματικότητάς τους, πριν από τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Η διασφάλιση και η προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας έναντι της νομοθετικής εξουσίας αλλά και της εκτελεστικής θα πρέπει να αποφασίζεται και να οριοθετείται από τα ίδια τα δικαστήρια σε κάθε περίπτωση.

Το ζήτημα της σύγκρουσης μεταξύ της Νομοθετικής και Δικαστικής εξουσίας εντοπίζεται να είναι διαχρονικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον στη Ελλάδα δε, όπου η νομοθετική λειτουργία υπερέχει κατά το Σύνταγμα από τις άλλες δύο.[19]

Το ερώτημα, εάν η νομοθετική και η δικαστική εξουσία είναι ισότιμες ή υπερέχει η πρώτη σε σχέση με τη δεύτερη προβάλλεται συχνά ως αιχμή διαμάχης γύρω από την συνταγματική θέση της δικαιοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Ο νομοθέτης είναι ο δημιουργός της νομοθετικής ύλης, ο δικαστής απλά ερμηνεύει τους κανόνες δικαίου αλλά δεσμεύει το νομοθέτη με την ερμηνεία του και έχει και τον τελικό λόγο για την ερμηνεία του Συντάγματος. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Τασόπουλος η ορθή προσέγγιση του θέματος θα πρέπει να συνίσταται στη κατανόηση της συνταγματικής οργάνωσης«του αυτοκαθορισμού, στο πλαίσιο δεδομένης έννομης τάξης»[20].

Η διαχρονικότητα του προβληματισμού για την ισοτιμία ή την υπεροχή μεταξύ της δικαστικής και της νομοθετικής εξουσίας προβάλλεται μοναδικά σε ένα γράμμα που έγραψε το 1820 ο Τ. Jefferson στο οποίο αναφέρεται ότι:

«Φαίνεται…. να θεωρείς τους δικαστές ως τους τελευταίους διαιτητές όλων των συνταγματικών ερωτημάτων- πραγματικά ένα πολύ επικίνδυνο δόγμα, το οποίο θα μας έθετε κάτω από το δεσποτισμό μιας ολιγαρχίας. Οι δικαστές μας είναι τόσο έντιμοι όσο και οι άλλοι άνθρωποι, όχι περισσότερο. Συμμερίζονται έτσι με τους άλλους τα ίδια πάθη για τα κόμματα, την εξουσία και τα προνόμια του κλάδου τους…. Η εξουσία τους είναι ακόμη πιο επικίνδυνη, καθώς είναι ισόβιοι και όχι υπεύθυνοι, σε αντίθεση με άλλους λειτουργούς, που υπόκεινται σε εκλογικό έλεγχο. Το σύνταγμα δεν θέσπισε ένα και μοναδικό τέτοιο δικαστήριο, γνωρίζοντας ότι με τη διαφθορά που φέρνει ο χρόνος και ο κομματισμός, τα μέλη του θα γίνονταν δεσπότες. Έπραξε σοφότερα, αναγνωρίζοντας όλες τις λειτουργίες της πολιτείας ως ισότιμες και εγγενώς συγκυρίαρχες.»[21].

Παρόλο που ο συντακτικός νομοθέτης στη Κύπρο δεν προέβλεψε ρητά την ισοτιμία των κρατικών εξουσιών η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνώρισε την ισοτιμία και των τριών εξουσιών ως επίσης και την λειτουργική τους αυτοτέλεια στο πεδίο αρμοδιοτήτων της κάθε μιας.[22] Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσε να λεχθεί ότι το Σύνταγμα της Κύπρου αναγνωρίζει όλες τις λειτουργίες της πολιτείας ως ισότιμες.

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προβαίνει σε μια περαιτέρω διάκριση εξουσιών ήτοι στην διάκριση μεταξύ πολιτικής ή πολιτειακής εξουσίας και διοίκησης. Η διάκριση αυτή εδράζεται στα άρθρα 122, 124 και 125 του Συντάγματος, τα οποία αφορούν στη Δημόσια Υπηρεσία και στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

Η διάκριση των εξουσιών συνίσταται στην πολιτική θεώρηση για μια ισορροπημένη και ορθολογική κατάταξη των κρατικών εξουσιών με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η συγκέντρωση ή η συσσώρευση εξουσιών και αρμοδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο όργανο και να αποτρέπεται η καταχρηστική και αυθαίρετη άσκησή τους, χάρη στην εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού αμοιβαίων ελέγχων και αναχαιτίσεων.[23]

Η αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού εξισορρόπησης και αντιστάθμισης μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της αμοιβαίας συνεργασίας, της αλληλεξάρτησης και του αμοιβαίου ελέγχου και σαφώς όχι με την αμοιβαία αποξένωση ή τον ακραίο και απόλυτο διαχωρισμό.[24] Για τον λόγο αυτό η διασταύρωση των εξουσιών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άρνηση αποδοχής της αρχής ή ως αναίρεσή της αλλά ως μια ειδική μορφή πραγμάτωσής της. O αμοιβαίος έλεγχος και η αλληλεξάρτηση των εξουσιών δεν αντιτίθεται στο πνεύμα και στο σκοπό της αρχής αντίθετα ενισχύει και ενδυναμώνει, έστω και με την μορφή της απόκλισης ή της εξαίρεσης, τον γενικό κανόνα της διάκρισης των εξουσιών.[25]

Ο κανόνας όμως αυτός δεν αναιρεί ούτε αποκλείει ένα άλλο κανόνα. Τον κανόνα ότι οι διασταυρώσεις των εξουσιών πρέπει να καθορίζονται από το Σύνταγμα. Ο κανόνας αυτός προέρχεται από το ότι η διάκριση των εξουσιών αποτελεί θεμελιώδη θεσμό του Συντάγματος και οι διατάξεις που την αποτυπώνουν δεν αναθεωρούνται.[26]

Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Κ. Χρυσόγονος, εάν οι διασταυρώσεις εξουσιών μπορούσαν να επέλθουν με κοινό νόμο, τότε θα είχαμε στην πραγματικότητα διάτρηση του Συντάγματος, πράγμα απαράδεκτο για ένα γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα. Περαιτέρω, οι συνταγματικές διατάξεις που αποτυπώνουν τις διασταυρώσεις των εξουσιών, οφείλουν να ερμηνεύονται στενά, αφού συνιστούν παρέκκλιση από τον κανόνα της μη ανάθεσης αρμοδιοτήτων που δεν ανταποκρίνονται στη δομή και λειτουργία καθενός οργάνου.[27] 

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με την διασταύρωση των κρατικών εξουσιών προκύπτει να είναι σχετικά αυστηρό. Το Σύνταγμα είναι αυτό που καθορίζει για το ποιες διασταυρώσεις εξουσιών επιτρέπονται και σε ποιο βαθμό. Κατά συνέπεια άλλες διασταυρώσεις από εκείνες που ρητά προνοεί το Σύνταγμα δεν είναι δυνατές.  Η άσκηση αρμοδιοτήτων που δεν προσδιορίζεται ρητά στο Σύνταγμα ανάγεται στην εξουσία στην οποία αυτή εγγενώς ανήκει ως διαπιστώνεται στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.[28]


[1] Δημήτρης Θ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο (2η  Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1993) 131

[2] Ευάγγελος Β. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι ( Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991) 285

[3] Χρυσόγονος (n 3) 286

[4] Idid 285

[5] Γ. Δ. Δασκαλάκης, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Α’ (Εκδότης δεν προσδιορίζεται, Αθήνα 1975) 125

[6] Χρυσόγονος (n 3) 287

[7] Δασκαλάκης ( n 16) 125

[8] Μανιτάκης ( n 2) 124

[9] Ibid 124-125

[10] Χρυσόγονος (n 3) 287-288

[11] Τσάτσος (n 6) 142

[12] Idid 503

[13] Ibid 123

[14] Προκόπης Παυλόπουλος, ‘Σκέψεις ως προς τη συμβολή της διοικητικής δικαιοσύνης στην εμπέδωση του Κράτους Δικαίου’ http://www.supremecourt.gov.cy/judicial/sc.nsf/0/3CD51B7EB516E3E3C2257EFB002BDE3B/$file/2015-1113_%CE%91%CE%9D%CE%A9%CE%A4%CE%91%CE%A4%CE%9F%20%CE%94%CE%99%CE%9A%20%CE%9A%CE%A5%CE%A0%CE%A1%CE%9F%CE%A5_FF%20-%20%CE%9F%CE%9C%CE%99%CE%9B%CE%99%CE%91.pdf

[15] Αθανάσιος Γ. Ραϊκου, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου ( κατά το Σύνταγμα του 1975) ( Τόμος Α’, 5η Έκδοση, Αθήνα 1978) 373

[16] Ibid 373 -374

[17] Τασόπουλος ( n 1) 145

[18] Θεοδούλου (n 22)

[19] Χρυσόγονος (n 3) 297

[20] Τασόπουλος (n 1) 178

[21] Τασόπουλος (n 1) 176

[22] Ακίνητα Χρ. Χατζήκυριακος Λτδ v Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ 901

[23] Αντώνης Μανιτάκης, ΄Η διάκριση των εξουσιών ως οργανωτική βάση του κράτους ή ως πολιτική αρχή’ (Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης»)

[24] Ibid

[25] Ibid

[26] Δασκαλάκης ( n 16) 132

[27] Χρυσόγονος ( n 3) 297

[28] Theodora Papapetrou v Republic 2 RSCC 6