Περίληψη:
Ο Ενάγων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ποδοσφαιριστής, καταχώρησε αγωγή με την οποία απαιτούσε από τον Εναγόμενο, αθλητικό ποδοσφαιρικό σωματείο, αποζημιώσεις για το υπόλοιπο του συμβολαίου του.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης του Ενάγοντα, το εναγόμενο σωματείο τερμάτισε παράνομα τη μεταξύ τους συμφωνία και ισχυριζόταν ότι υπέστη ζημιά ίση με το υπόλοιπο του συμβολαίου εργοδότησης του.
Το Εναγόμενο σωματείο ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις στην απαίτηση του Ενάγοντα. Η πρώτη προδικαστική ένσταση αφορούσε την ύπαρξη δεδικασμένου η οποία προέκυπτε από την ύπαρξη απόφασης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών μεταξύ των ίδιων διαδίκων και η οποία αφορούσε την ίδια συμφωνία εργοδότησης μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορούσε την έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για να εκδικάσει την διαφορά καθώς αυτή ενέπιπτε εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση με την προσκόμιση μαρτυρίας μόνο από την πλευρά του ενάγοντα και η εκδίκαση της ολοκληρώθηκε με τις αγορεύσεις εκατέρωθεν των μερών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε τις προδικαστικές ενστάσεις των εναγόμενων, αποφάσισε ως βάσιμες και τις δύο προδικαστικές ενστάσεις των εναγόμενων και απέρριψε την αγωγή.
Σύμφωνα με την απόφαση, οι προϋποθέσεις για ύπαρξη δεδικασμένου έχουν αναλυθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου και οι οποίες συνίστανται στις πιο κάτω:
Α) Η απόφαση να είναι τελεσίδικη
Β) Να υπάρχει ταύτιση διαδίκων
Γ) Ταύτιση ιδιότητας διαδίκων
Δ) Ταύτιση επίδικων θεμάτων
Από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία διαπιστώθηκε ότι πληρούνταν οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Ειδικότερα, το δικαστήριο προέβη σε ανάλυση της Δ.15, η οποία αφορά τη διακοπή μιας δικαστικής διαδικασία με την οποία δίδεται το δικαίωμα επανακαταχώρηση της.
Στην παρούσα υπόθεση, ο ενάγοντας ζητούσε θεραπείες που είχε ζητήσει και στην διαδικασία του δικαστηρίου εργατικών διαφορών και για τις οποίες δεν υπήρξε η ορθή διαδικασία διακοπής τους. Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει δεδικασμένο και ότι δεν μπορεί να προωθήσει την αγωγή.
Περαιτέρω, προχώρησε και εξέτασε και την δεύτερη προδικαστική ένσταση, η οποία αφορούσε την έλλειψη καθ’ ύλη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την διαφορά.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η οποία στηρίχθηκε στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, μια διαφορά η οποία αφορά αποζημιώσεις για μισθούς και η απαίτηση δεν ξεπερνά τους μισθούς δύο χρόνων, τότε μοναδικό αρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Στην επίδικη υπόθεση, η απαίτηση δεν ξεπερνούσε το πιο πάνω όριο και αναπόφευκτά η απαίτηση θα έπρεπε να εγερθεί στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και όχι στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Είναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι, για να αποφευχθεί η ύπαρξη δεδικασμένου θα πρέπει να ακολουθούνται οι πρόνοιες της Διαταγής 15, οι οποίες προβλέπουν ότι μια απαίτηση μπορεί να αποσυρθεί με ειδοποίηση στον πρωτοκολλητή αν δεν έχει καταχωρηθεί Υπεράσπιση και σε κάθε άλλη περίπτωση θα πρέπει να γίνει γραπτό αίτημα προς το δικαστήριο και αυτός ο οποίος αιτείται τη διακοπή, θα επωμιστεί τα έξοδα της άλλης πλευράς.
Όσον αφορά το πότε μια διαφορά υπάγεται στο Δικαστήριο Εργατικών διαφορών, αυτή θα πρέπει να αφορά σχέση εργοδότησης και το συνολικό ποσό της απαίτησης να μην είναι μεγαλύτερο από δύο ετών μισθοί.
Οι δικηγόροι που χειρίστηκαν την υπόθεση εκ μέρους του γραφείου μας είναι ο κ. Κυριάκος Ορφανίδης και ο κ. Γιώργος Χριστοφίδης.